- ευείσβολος
- εὐείσβολος, -ον (Α)1. αυτός στον οποίο εισβάλλει κάποιος εύκολα, αυτός που υπόκειται εύκολα σε εχθρικές εισβολές2. εύκολος ως προς την είσοδο, ευπρόσιτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εισ-βολος (< εισβάλλω), πρβλ. δυσ-είσ-βολος].
Dictionary of Greek. 2013.